νεοκύστη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοκύστη < νεο- + κύστη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neobladder)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεοκύστη θηλυκό
- (ιατρική) τεχνητή ουροδόχος κύστη, η οποία κατασκευάζεται από τμήματα εντέρου, για χρήση μετά από κυστεκτομή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- neobladder στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοκύστη