Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοεβραϊκός η νεοεβραϊκή το νεοεβραϊκό
      γενική του νεοεβραϊκού της νεοεβραϊκής του νεοεβραϊκού
    αιτιατική τον νεοεβραϊκό τη νεοεβραϊκή το νεοεβραϊκό
     κλητική νεοεβραϊκέ νεοεβραϊκή νεοεβραϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοεβραϊκοί οι νεοεβραϊκές τα νεοεβραϊκά
      γενική των νεοεβραϊκών των νεοεβραϊκών των νεοεβραϊκών
    αιτιατική τους νεοεβραϊκούς τις νεοεβραϊκές τα νεοεβραϊκά
     κλητική νεοεβραϊκοί νεοεβραϊκές νεοεβραϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοεβραϊκός < νέο/νέος + (ελληνιστική κοινή) ἑβραϊκός

  Επίθετο

επεξεργασία

νεοεβραϊκός

  1. για νέο κείμενο που γράφτηκε μετά τα βασικά θρησκευτικά εβραϊκά κείμενα και την Τορά
  2. σύγχρονος εβραϊκός
  3. δηκτικά για όλες της Αβρααμικές θρησκείες πλην του Ιουδαϊσμού
"νεοεβραϊκή αίρεση": μειωτικός χαρακτηρισμός του Χριστιανισμού κυρίως από νεοπαγανιστές, αθέους και σπανιότερα από αλλόθρησκους.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία