νεκροφανής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεκροφανής | η | νεκροφανής | το | νεκροφανές |
γενική | του | νεκροφανούς* | της | νεκροφανούς | του | νεκροφανούς |
αιτιατική | τον | νεκροφανή | τη | νεκροφανή | το | νεκροφανές |
κλητική | νεκροφανή(ς) | νεκροφανής | νεκροφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεκροφανείς | οι | νεκροφανείς | τα | νεκροφανή |
γενική | των | νεκροφανών | των | νεκροφανών | των | νεκροφανών |
αιτιατική | τους | νεκροφανείς | τις | νεκροφανείς | τα | νεκροφανή |
κλητική | νεκροφανείς | νεκροφανείς | νεκροφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκροφανής < ελληνιστική κοινή νεκροφαν(ῶς) (επίρρημα) + -ής.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε νεκρο- + -φανής.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.kɾo.faˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρο‐φα‐νής
Επίθετο επεξεργασία
νεκροφανής, -ής, -ές
- κάποιος όπου δίνει την λανθασμένη εντύπωση ότι είναι νεκρός, επειδή οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν πέσει σε ένα ελάχιστο επίπεδο δραστηριότητας
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεκροφανής
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νεκροφάνεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ pdf σελ.217, Τόμος Γ Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών