Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεκροθάλαμος οι νεκροθάλαμοι
      γενική του νεκροθαλάμου
νεκροθάλαμου
των νεκροθαλάμων
    αιτιατική τον νεκροθάλαμο τους νεκροθαλάμους
     κλητική νεκροθάλαμε νεκροθάλαμοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκροθάλαμος < νεκρο- + θάλαμος (μαρτυρείται από το 1887)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.kɾoˈθa.la.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο‐θά‐λα‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκροθάλαμος αρσενικό[2]

  • ο χώρος στον οποίο τοποθετείται το σώμα ενός νεκρού πριν ταφεί
    ※ Γύρω στις πέντε, τηλεφώνησα στο νοσοκομείο για να ρωτήσω αν μπορούσα να δω τη μητέρα μου στον νεκροθάλαμο μαζί με τους δυο γιους μου. Η τηλεφωνήτρια μου απάντησε πως ήταν πολύ αργά, ο νεκροθάλαμος έκλεινε στις τέσσερις και μισή. (Annie Ernaux (μτφ. Ρίτα Κολαΐτη), Μια γυναίκα, (Αθήνα: Μεταίχμιο), 2020. σελ. 8)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. νεκροθάλαμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)