Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις ξημερώνομαι και ξημερωθείς

  Έκφραση επεξεργασία

να μη ξημερωθείς!

  • κατάρα που λέγεται σε πρόσωπο επιζητώντας τον θάνατό του κατά την ενδιάμεση νύκτα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία