ναυτοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ναυτοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναυτοσύνη θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η ιδιότητα ενός ναύτη να συμπεριφέρεται σύμφωνα με ο,τι θεωρείται σωστό και ασφαλές.
- ⮡ Η ναυτοσύνη απαιτεί όταν δούμε ένα ακυβέρνητο πλοίο να επικοινωνήσουμε μαζί του για την περίπτωση που χρειάζεται την βοήθειά μας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυτοσύνη
|