ναυτομοντελισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυτομοντελισμός < ναυτικός + μοντελισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυτομοντελισμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος): ναυτάθλημα, που πραγματοποιείται με τεχνική κατασκευή και πλεύση ομοιωμάτων πλοίων, διαφόρων τύπων και κατηγοριών, για ψυχαγωγικούς και επιδεικτικούς λόγους (αγώνες)
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυτομοντελισμός
|