Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυτομοντελισμός οι ναυτομοντελισμοί
      γενική του ναυτομοντελισμού των ναυτομοντελισμών
    αιτιατική τον ναυτομοντελισμό τους ναυτομοντελισμούς
     κλητική ναυτομοντελισμέ ναυτομοντελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυτομοντελισμός < ναυτικός + μοντελισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυτομοντελισμός αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία