Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νατιβισμός οι νατιβισμοί
      γενική του νατιβισμού των νατιβισμών
    αιτιατική τον νατιβισμό τους νατιβισμούς
     κλητική νατιβισμέ νατιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νατιβισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική nativism ((νεολογισμός) του τέλους του 20ού αιώνα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /na.ti.viˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐τι‐βι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νατιβισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία