ναράντζι
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ναράντζι < (άμεσο δάνειο) βενετική naranza (πικρό πορτοκάλι) < αραβική نارنج (nāranj) < περσική نارنگ (nārang) < σανσκριτική नारङ्ग (nāraṅga, πορτοκαλιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναράντζι ουδέτερο
- άλλη μορφή του νεράντζι(ον)
Πηγές
επεξεργασία- νεράντζι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].