νανοδέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νανοδέκτης < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nano receiver, νανο- + δέκτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
νανοδέκτης αρσενικό
- (ηλεκτρονική) πολύ μικρός δέκτης δεδομένων USB (όπως για σύστημα πληκτρολογίου - ποντικιού)