νανοαπολίθωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νανοαπολίθωμα < νανο- + απολίθωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanofossil)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νανοαπολίθωμα ουδέτερο
- (παλαιοντολογία) μικροσκοπικό απολίθωμα το οποίο μελετάται με τη βοήθεια (ισχυρού) μικροσκοπίου
- μικροσκοπικός (μονοκύτταρος) οργανισμός που έχει μετατραπεί σε απολίθωμα