Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

νήστεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος νηστεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος νηστεύω