※ Γεμίζει ο νέραϊδος τση κεραμαμής την ποδιά κρομμυδόφυλλα και μισεύγει. Οντόν εμίσσευγε τση παράγγειλεν η νεράιδα: «Ο νεράιδος δα ρθη τρεις βραδειές να σου χτυπά, μα να μην πα τ’ ανοίξης! Μισσεύγει η μαμή και πάει στο σπίτι τζης. Αργά πάει ο νέραϊδος ‘ς τση χτύπανε. (*)