νάκκον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΔΦΑ : / ˈnɐ.kʰː on /
Επίρρημα
επεξεργασίανάκκον
- (κυπριακά) λίγο
- ⮡ ός μου ̓νάκκον χαλοῦμιν νὰ φάω (δος μου λίγο χαλούμι να φάω)
- ※ Να πας, κορούλα μου, χρυσή, να πας κορούλα μου χρυσή, να πας κορούλα μου, χρυσή, μα νάκκον πρόσεχε κι εσύ (Γεώργιος Αβέρωφ, Τα δημοτικά τραγούδια και οι λαϊκοί χοροί της Κύπρου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1989, σελ. 114)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αθανάσιος Σακελλάριος, Τα Κυπριακά: Η εν Κύπρω γλώσσα, Π.Δ. Σακελλάριος, Κύπρος, 1891, σελ. 672 [1]
- Αθανάσιος Σακελλάριος, Τα Κυπριακά: Ήτοι, Πραγματεία περί γεωγραφίας, αρχαιολογίας, στατιστικής, ιστορίας, μυθολογίας και διαλέκτου της Κύπρου, 1868, σελ. 347