Ετυμολογία

επεξεργασία
μόλα < ιταλική molla, προστακτική του ρήματος mollare (αφήνω)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐λα

  Επιφώνημα

επεξεργασία

μόλα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)