μόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐λα
Επιφώνημα
επεξεργασίαμόλα
- (λαϊκό, ναυτικός όρος) άφησε, λύσε
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόλα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)