Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόκο < ίσως από παλιές (μη υφιστάμενες πλέον) έννοιες των ιταλικών λέξεων moccio (βουβός) ή moco (τίποτα)

  Επιφώνημα επεξεργασία

μόκο

  1. (αργκό) σκασμός!, σιωπή!, βούλωσ' το!
    'Μόκο τώρα!΄ ή Κάνε μόκο!

  Μεταφράσεις επεξεργασία