μωροσοφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μωροσοφία < μωρόσοφος + -ία < ελληνιστική κοινή μωρόσοφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μωροσοφία θηλυκό
- (λόγιο) η δοκησισοφία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μωροσοφία
|
μωροσοφία θηλυκό
|