Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυξώδης η μυξώδης το μυξώδες
      γενική του μυξώδους της μυξώδους του μυξώδους
    αιτιατική τον μυξώδη τη μυξώδη το μυξώδες
     κλητική μυξώδη(ς) μυξώδης μυξώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυξώδεις οι μυξώδεις τα μυξώδη
      γενική των μυξωδών των μυξωδών των μυξωδών
    αιτιατική τους μυξώδεις τις μυξώδεις τα μυξώδη
     κλητική μυξώδεις μυξώδεις μυξώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυξώδης < αρχαία ελληνική μυξώδης < μύξα < μύσσομαι

  Επίθετο επεξεργασία

μυξώδης

  1. που μοιάζει με μύξα
     συνώνυμα: γλοιώδης, βλεννώδης, βλεννοειδής
  2. που είναι γεμάτος με μύξες

  Μεταφράσεις επεξεργασία