Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπότσα οι μπότσες
      γενική της μπότσας
    αιτιατική την μπότσα τις μπότσες
     κλητική μπότσα μπότσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπότσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική boccia (f)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπότσα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία