μπότσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπότσα | οι | μπότσες |
γενική | της | μπότσας | — | |
αιτιατική | την | μπότσα | τις | μπότσες |
κλητική | μπότσα | μπότσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπότσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική boccia (f)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπότσα θηλυκό
- μέτρο χωρητικότητας υγρών για τη μέτρηση κυρίως μούστου ή κρασιών, ίσο με δυο μετρικές οκάδες, (2x400x3,2) = 2.560 γραμμάρια
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπότσα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .