Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπόρεσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μπόρεσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
μπορώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
μπορώ