Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπυρόκοιλο τα μπυρόκοιλα
      γενική του μπυρόκοιλου των μπυρόκοιλων
    αιτιατική το μπυρόκοιλο τα μπυρόκοιλα
     κλητική μπυρόκοιλο μπυρόκοιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπυρόκοιλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπυρόκοιλο ουδέτερο

  • μεγάλη κοιλιά που αποδίδεται σε μεγάλη κατανάλωση μπύρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία