μπούρδας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπούρδας | οι | μπούρδες |
γενική | του | μπούρδα | — | |
αιτιατική | τον | μπούρδα | τους | μπούρδες |
κλητική | μπούρδα | μπούρδες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπούρδας αρσενικό
- αυτός που λέει μπούρδες, ο σαχλαμάρας
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μπούρδας : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μπούρδας