Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουμπίνγκα οι μπουμπίνγκες
      γενική της μπουμπίνγκας των (μπουμπινγκών)
    αιτιατική την μπουμπίνγκα τις μπουμπίνγκες
     κλητική μπουμπίνγκα μπουμπίνγκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουμπίνγκα θηλυκό συνήθως στον ενικό

  • (ξυλουργική) τροπικό ξύλο για ποικίλες κατασκευές από δέντρα του γένους Guibourtia

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία