μποσταντζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποσταντζής < μεσαιωνική ελληνική μποσταντζής[1] < τουρκική bostancı[1] < οθωμανική τουρκική بوستانجی (bostancı) < بوستان (bôstân) < περσική بوستان (bôstân, κήπος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποσταντζής αρσενικό
- (ιδιωματικό, επάγγελμα) αυτός που καλλιεργεί μποστάνι
- (ιδιωματικό, γενικότερα, επάγγελμα) ο κηπουρός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 μποσταντζής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].