Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιντάρισμα τα μπινταρίσματα
      γενική του μπινταρίσματος των μπινταρισμάτων
    αιτιατική το μπιντάρισμα τα μπινταρίσματα
     κλητική μπιντάρισμα μπινταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιντάρισμα < αγγλική bidding

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιντάρισμα ουδέτερο

  • (ελληνικοποιημένος εμπορικός όρος της αγγλικής γλώσσας) προσφέρω, καταθέτω προσφορά
※  η τελευταία κίνηση της .... προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση, καθώς η κινεζική εταιρεία κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα προσφορά-μαμούθ, ύψους 3,6 δισ. δολαρίων, για την απόκτηση της ναυτιλιακής .... International Ltd, του Νο 1 μεταφορέα εμπορευματοκιβωτίων του Χονγκ Κονγκ. Το "μπιντάρισμα" της ... έχει γίνει ήδη αποδεκτό από την οικογένεια ..., που ελέγχει την ..., και πλέον απομένουν οι ρυθμιστικές εγκρίσεις για την ολοκλήρωση της συμφωνίας (Η παγκόσμια "ναυμαχία" για την κυριαρχία στα containerships και η μεγάλη ευκαιρία για Πειραιά και Θεσσαλονίκη, capital.gr, 20 Ιουλ 2017, [1])
※  Στις 09.00 ακριβώς, ο πρόεδρος της επιτροπής θα σημάνει την έναρξη της διαδικασίας. Θα ανακοινώσει το πρώτο “χτύπημα” (μπιντάρισμα όπως το λένε) με ποσό εκκίνησης τις 500.000 ευρώ (Πώς θα διεξαχθεί ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες, sofokleousin.gr, 19 Αυγούστου 2016, [2])
※  Αλλά, ορισμένοι… κακεντρεχείς που κρίνουν τα πάντα με βάση τους αριθμούς, διερωτώνται κατά πόσο το “μπιντάρισμα” είναι επιτυχημένο, όταν απέχει όχι 10 ούτε 20, αλλά 38 εκατομμύρια ευρώ από την δεύτερη μεγαλύτερη προσφορά; (Το νέο χτύπημα του Λιβανέζου στο Κολωνάκι και το μπιντάρισμα της Hines, moneyreview.gr (εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ), 16/07/2021, [3])

  Μεταφράσεις επεξεργασία