μπιαντές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπιαντές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπιαντές αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μικρό κωπήλατο σκάφος όπου φέρονται τα κουπιά σε ζεύγη ανά σέλμα, όπου ο κάθε κωπηλάτης χειρίζεται δύο κουπιά ταυτόχρονα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπιαντές
|