πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπιαντές οι μπιαντέδες
      γενική του μπιαντέ των μπιαντέδων
    αιτιατική τον μπιαντέ τους μπιαντέδες
     κλητική μπιαντέ μπιαντέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπιαντές αρσενικό

  • (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μικρό κωπήλατο σκάφος όπου φέρονται τα κουπιά σε ζεύγη ανά σέλμα, όπου ο κάθε κωπηλάτης χειρίζεται δύο κουπιά ταυτόχρονα

Μεταφράσεις

επεξεργασία