μπερλίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερλίνα | οι | μπερλίνες |
γενική | της | μπερλίνας | — | |
αιτιατική | την | μπερλίνα | τις | μπερλίνες |
κλητική | μπερλίνα | μπερλίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπερλίνα < μεσαιωνική ελληνική μπερλίνα < ιταλική berlina < γαλλική berline < Berlin < γερμανική Berlin < μέση κάτω γερμανική Berlyn (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /beɾˈli.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπερ‐λί‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπερλίνα θηλυκό
- (παρωχημένο) είδος παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες πειράζουν, κοροϊδεύουν ή απευθύνουν σκώμματα σε κάποιον παίκτη
- (παρωχημένο, συνεκδοχικά) το αντικείμενο πειραγμάτων, κοροϊδιών, σκωμμάτων κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βερολίνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπερλίνα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπερλίνα < ιταλική berlina < γαλλική berline < Berlin < μέση κάτω γερμανική Berlyn (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπερλίνα θηλυκό
- εξέδρα δημόσιας διαπόμπευσης κακοποιών πριν από την τιμωρία τους