μπεντέλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεντέλι | τα | μπεντέλια |
γενική | του | μπεντελιού | των | μπεντελιών |
αιτιατική | το | μπεντέλι | τα | μπεντέλια |
κλητική | μπεντέλι | μπεντέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεντέλι ουδέτερο
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) το χρηματικό ποσό που κατέβαλαν οι Έλληνες στην οθωμανική διοίκηση, επί τουρκοκρατίας, προκειμένου ν΄ απαλλαγούν της στρατιωτικής θητείας (είτε για στρατό ξηράς, είτε σε πλοίο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπεντέλι
|