μπεκριλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεκριλίκι | τα | μπεκριλίκια |
γενική | του | μπεκριλικιού | των | μπεκριλικιών |
αιτιατική | το | μπεκριλίκι | τα | μπεκριλίκια |
κλητική | μπεκριλίκι | μπεκριλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεκριλίκι ουδέτερο
- το να είναι κάποιος συχνά μεθυσμένος
- η άμετρη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπεκριλίκι
|