Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκερέλ < γαλλική becquerel < από το όνομα του Γάλλου φυσικού Antoine Henri Becquerel που ανακάλυψε τη φυσική ραδιενέργεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεκερέλ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία