μπεηλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεηλίκι | τα | μπεηλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπεηλίκι | τα | μπεηλίκια |
κλητική | μπεηλίκι | μπεηλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεηλίκι ουδέτερο
- η περιοχή που υπάγεται στην εξουσία του μπέη
- η συμπεριφορά που αρμόζει σε έναν μπέη
- (μεταφορικά) αλαζονική, εγωιστική συμπεριφορά