Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεγιεντίζω < δάνειο από την (άμεσο δάνειο) τουρκική beğendi + -ίζω < beğenmek (αγαπώ, εκτιμώ)

  Ρήμα επεξεργασία

μπεγιεντίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία