Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπαρουτόβολο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπαρουτόβολ
ο
τα
μπαρουτόβολ
α
γενική
του
μπαρουτόβολ
ου
των
μπαρουτόβολ
ων
αιτιατική
το
μπαρουτόβολ
ο
τα
μπαρουτόβολ
α
κλητική
μπαρουτόβολ
ο
μπαρουτόβολ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπαρουτόβολο
<
μπαρούτι
+
-ο-
+
βόλι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαρουτόβολο
αρσενικό
(
στρατιωτικός όρος
,
ναυτικός όρος
)
μπαρούτι
και
βόλια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαρουτόβολο