Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρμπακάνα οι μπαρμπακάνες
      γενική της μπαρμπακάνας
    αιτιατική την μπαρμπακάνα τις μπαρμπακάνες
     κλητική μπαρμπακάνα μπαρμπακάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαρμπακάνα < γαλλικό barbacana

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαρμπακάνα θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) (και μπαρμπακάς): προτείχισμα, προμαχώνας
  2. τρύπα σε τοίχο (όπως τοίχο αντιστήριξης) για την απορροή των νερών
    ※  Μπαρμπακάνα ονομάζουμε την τρύπα η οποία υπάρχει στον τοίχο αντιστήριξης και έχει σα σκοπό την απορροή των υδάτων , που υπάρχουν πίσω απ' αυτόν (ΜΠΑΡΜΠΑΚΑΝΑ, simigis.blogspot.com)

  Μεταφράσεις επεξεργασία