Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπανκανότα οι μπανκανότες
      γενική της μπανκανότας των μπανκανοτών
    αιτιατική την μπανκανότα τις μπανκανότες
     κλητική μπανκανότα μπανκανότες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπανκανότα < γαλλική banque-note • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπανκανότα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη μπαγκανότα