μπανιαρισμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπανιαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπανιάρω και μπανιαρίζω
ΜετοχήΕπεξεργασία
μπανιαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπανιάρω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπανιαρισμένος