• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

μπανιαρισμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική μπανιαρισμένος μπανιαρισμένη μπανιαρισμένο
γενική μπανιαρισμένου μπανιαρισμένης μπανιαρισμένου
αιτιατική μπανιαρισμένο μπανιαρισμένη μπανιαρισμένο
κλητική μπανιαρισμένε μπανιαρισμένη μπανιαρισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μπανιαρισμένοι μπανιαρισμένες μπανιαρισμένα
γενική μπανιαρισμένων μπανιαρισμένων μπανιαρισμένων
αιτιατική μπανιαρισμένους μπανιαρισμένες μπανιαρισμένα
κλητική μπανιαρισμένοι μπανιαρισμένες μπανιαρισμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπανιαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπανιάρω και μπανιαρίζω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

μπανιαρισμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη μπανιάρω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μπανιαρισμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπανιαρισμένος&oldid=4727543"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:41

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:41.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie