μπανάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπανάκι < υποκοριστικό του μπάνιο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπανάκι ουδέτερο
- (οικείο) το λουτρό
- ψυχούλα μου, ήρθε η ώρα να πάμε να κάνουμε ένα μπανάκι!
- (οικείο) η κολύμβηση
- κάνει πολλή ζέστη, λέω να πάω για κανα μπανάκι