μπαμ τερλελέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαμ τερλελέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική barbe à l'impériale (μπαρμπ α λ'εμπεριάλ)[1] Παραφθορά με σατυρική διάθεση barbe > μπαμ, impériale, θηλυκό του impérial > τερλελέ[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbam teɾ.leˈle/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμπαμ τερλελέ ουδέτερο άκλιτο
- (κομμωτική, παρωχημένο) το μικρό γένι που βρίσκεται στην κοιλότητα κάτω από το χείλος
- ※ Αφού σκέφτηκε λίγο, ξύνοντας με το μικρό δαχτυλάκι το μπάμ-τερλελέ του , ρώτησε το νεαρό ταγματάρχη πως ονομάζεται, μ' όλο που τον γνώριζε. (Ζήσης Σκάρος, Αστοί και εργάτες, Εκδ. Δωρικός, 1966, σελ. 75)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπαμ τερλελέ
|