↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαλαούρο τα μπαλαούρα
      γενική του μπαλαούρου των μπαλαούρων
    αιτιατική το μπαλαούρο τα μπαλαούρα
     κλητική μπαλαούρο μπαλαούρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαλαούρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική ballauro

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαλαούρο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): αποθήκη υλικών καταστρώματος και εξαρτισμού πλοίου που βρίσκεται στο πρόστεγο ή την πλώρη.
  2. σε πολεμικό πλοίο, από εποχής ιστιοφόρων, χώρος απομόνωσης ή κράτησης.
  3. (μεταφορικά) κρατητήριο
     συνώνυμα: δεσμωτήριο, μπουντρούμι, φυλακή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία