Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπακλαβαδωτός η μπακλαβαδωτή το μπακλαβαδωτό
      γενική του μπακλαβαδωτού της μπακλαβαδωτής του μπακλαβαδωτού
    αιτιατική τον μπακλαβαδωτό την μπακλαβαδωτή το μπακλαβαδωτό
     κλητική μπακλαβαδωτέ μπακλαβαδωτή μπακλαβαδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπακλαβαδωτοί οι μπακλαβαδωτές τα μπακλαβαδωτά
      γενική των μπακλαβαδωτών των μπακλαβαδωτών των μπακλαβαδωτών
    αιτιατική τους μπακλαβαδωτούς τις μπακλαβαδωτές τα μπακλαβαδωτά
     κλητική μπακλαβαδωτοί μπακλαβαδωτές μπακλαβαδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπακλαβαδωτός < μπακλαβάς, μπακλαβαδ- + -ωτός

  Επίθετο επεξεργασία

μπακλαβαδωτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται λεξικό ναυτικών όρων)