Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαζούκα τα μπαζούκας
      γενική του μπαζούκα των μπαζούκας
    αιτιατική το μπαζούκα τα μπαζούκας
     κλητική μπαζούκα μπαζούκας
άκλιτο ή με πληθυντικό σε -ς.
όπως «ιδιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας στρατιώτης με μπαζούκα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαζούκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική bazooka < από το μουσικό όργανο μπαζούκα, του οποίου μοιάζει

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /baˈzu.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐ζού‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαζούκα ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία