μπαγκαλόου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.gaˈlo.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐γκα‐λό‐ου
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαγκαλόου ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βεγγάλη
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Bungalow στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαγκαλόου
|