μπάμιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπάμιας | οι | μπάμιες |
γενική | του | μπάμια | — | |
αιτιατική | τον | μπάμια | τους | μπάμιες |
κλητική | μπάμια | μπάμιες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπάμιας αρσενικό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μπάμια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπάμιας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μπάμιας θηλυκό