Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσαντά: πληθυντικός του μουσαντό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mu.saˈda/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σα‐ντά

  Επίρρημα επεξεργασία

μουσαντά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μουσαντά ουδέτερο