μουρμουριστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουρμουριστός < μουρμουρίζω + -τός
Επίθετο επεξεργασία
μουρμουριστός, -ή, -ό
- που είναι χαμηλόφωνος, υπόκωφος ή ψιθυριστός, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται καθαρά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μουρμούρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουρμουριστός
|