Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουρέλο τα μουρέλα
      γενική του μουρέλου των μουρέλων
    αιτιατική το μουρέλο τα μουρέλα
     κλητική μουρέλο μουρέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μουρέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική morelo (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουρέλο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μουρέλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουρέλο ουδέτερο