μουρέλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουρέλο | τα | μουρέλα |
γενική | του | μουρέλου | των | μουρέλων |
αιτιατική | το | μουρέλο | τα | μουρέλα |
κλητική | μουρέλο | μουρέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μουρέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική morelo (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουρέλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, εργαλείο) κοινή ονομασία εργαλείου καταστρώματος πλοίου, ξύλινο κωνικό σουβλί για την διάνοιξη σχοινιών, προκειμένου να περάσουν τα άκρα του και να δημιουργηθεί θηλιά, κοινώς γάσα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουρέλο
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μουρέλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουρέλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) μικρό ελαιόδεντρο (Κρήτη) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)