μουνόσκυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /muˈno.ski.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐νό‐σκυ‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουνόσκυλο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουνόσκυλο
|
μουνόσκυλο ουδέτερο
|