Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουνόπλυμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μουνόπλυμα
τα
μουνοπλύμα
τ
α
γενική
του
μουνοπλύμα
τ
ος
των
μουνοπλυμά
τ
ων
αιτιατική
το
μουνόπλυμα
τα
μουνοπλύμα
τ
α
κλητική
μουνόπλυμα
μουνοπλύμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουνόπλυμα
<
μουνί
+
πλύμα
/
πλένω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουνόπλυμα
ουδέτερο
(
χυδαίο
)
(
συνήθως για γυναίκα
)
βρωμιάρα
,
ελεεινή
, απαίσιος κι ενοχλητικός άνθρωπος