Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουνοπλημμύρα οι μουνοπλημμύρες
      γενική της μουνοπλημμύρας
    αιτιατική τη μουνοπλημμύρα τις μουνοπλημμύρες
     κλητική μουνοπλημμύρα μουνοπλημμύρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουνοπλημμύρα < μουν(ί) + -ο- + πλημμύρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουνοπλημμύρα θηλυκό