μουνοπαγίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουνοπαγίδα θηλυκό
- (αργκό, μειωτικό) καταστάσεις ή πράγματα που τραβούν τις γυναίκες με σκοπό την ερωτική συνεύρεση
- τα ακριβά αυτοκίνητα είναι μουνοπαγίδες
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουνοπαγίδα